Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Για Τη Μορφολογία Της Ελληνικής Γλώσσας


Από ομιλία στο ξενοδοχείο Κάραβελ κατά την παρουσίαση της πρώτης έκδοσης της Ελληνομάθειας, στο περιβάλλον DOS ακόμη. Την παραθέτουμε, γιατί περιγράφεται από τότε η αντίληψή μας για τη νεοελληνική γλώσσα.
Η εκδήλωση έγινε μετά τη γλωσσική μεταρρύθμιση του 1976, την οποία ακολούθησε μια περίοδος αντιπαραθέσεων και οξύτητας. Σήμερα υπάρχουν ηπιότερες αντιδράσεις, αρκετά όμως από όσα αναφέρονται παρακάτω είναι ακόμη επίκαιρα.
[...]Πολλά ακούγονται και γράφονται τα τελευταία χρόνια, από ειδικούς και μη, για τα γλωσσικά μας πράγματα. Δημιουργήθηκαν όροι, όπως αγλωσσία, ξύλινη γλώσσα, νεοκαθαρευουσιανισμός, δημοσιεύτηκαν άρθρα, εκδόθηκαν βιβλία, έγιναν ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές... Και όλα αυτά με χρονική αφετηρία την εισαγωγή στο εκπαιδευτικό μας σύστημα μιας και μόνο πλέον γραμματικής, που τυπικά λύνει το ζήτημα της διμορφίας της γλώσσας μας.
Εάν όλος αυτός ο θόρυβος ήταν απλώς μάχη οπισθοφυλακών των νοσταλγών της καθαρεύουσας των ἴων και των ᾠῶν δεν θα είχε και τόση σημασία
Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που, ενώ γνωρίζουν πολύ καλά ότι το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω, ανησυχούν, γιατί βλέπουν να παρασέρνει και χρήσιμα πράγματα στο ορμητικό πέρασμά του.
Ας το πούμε από την αρχή καθαρά: τα προβλήματα στη γλωσσική μας εξέλιξη δεν δημιουργούνται πια από τους οπαδούς της καθαρεύουσας αλλά από τους ζηλωτές της δημοτικής, οι οποίοι, άλλωστε, έχουν κοινά χαρακτηριστικά με τους πρώτους: την ίδια τάση για καθαρολογία, μονοτυπία, τον ίδιο δογματισμό. Παραφράζοντας το βιβλικό θα λέγαμε η μεν μορφή δημοτική, το δε πνεύμα καθαρεύουσα.
Κορμός της διδασκαλίας της σημερινής γλώσσας δεν μπορεί να είναι άλλος από τη γραμματική της νεοελληνικής γλώσσας, που βασίστηκε στο έργο του Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Αλλά ο κάθε κορμός, αν δεν θέλει να καταντήσει απλώς κούτσουρο, πρέπει να βλαστήσει με νέα κλαδιά, ιδιαίτερα όταν οι χυμοί που τον τροφοδοτούν είναι κάτι τόσο ζωντανό και μεταβαλλόμενο όπως η γλώσσα.
Η δική μας προσέγγιση στη συζήτηση για τη γλώσσα, και ειδικά για τη γραμματική της, είναι διαφορετική από εκείνη των κινδυνολόγων "κρυπτοκαθαρευουσιάνων" αλλά και από εκείνη των δημοτικιστών εφησυχαστών. Αν υπάρχει αναντιστοιχία ανάμεσα σε αυτό που διδάσκεται και σε αυτό που πραγματικά μιλιέται ή γράφεται, τότε έχουμε γλωσσικό πρόβλημα.
Αναπαράγεται έτσι, αντεστραμμένο, το φαινόμενο που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στους ελληνιστικούς χρόνους και ταλάνισε το ελληνικό έθνος ως σήμερα. Αν τότε δόθηκε έμφαση στη γραπτή μορφή της γλώσσας, και αποκλείστηκε η λαλουμένη, αν οι γραμματικές της εποχής εκείνης δίδασκαν μόνο τους παλαιότερους τύπους της γλώσσας, σήμερα αποκλείονται οι παλαιότερες μορφές, με τον ίδιο ζήλο θα λέγαμε που επέδειξαν και οι πρώτοι διδάξαντες Αλεξανδρινοί γραμματικοί. Κοντολογίς, και η σημερινή διδασκαλία της ελληνικής αντί να καταγράψει τη γλωσσική πραγματικότητα, προσπαθεί να τη δημιουργήσει. Έχει δηλαδή κατά βάση ρυθμιστικό χαρακτήρα (ιδεολογικό θα λέγαμε καλύτερα) αντί καταγραφικό, που θα νομιμοποιούσε τη γλωσσική χρήση.
Και ποια είναι αυτή η πραγματικότητα; Ότι πάμπολλοι παλαιότεροι τύποι της γλώσσας έχουν πια ριζώσει, ιδιαίτερα στον γραπτό λόγο, σε τομείς όπως η διοίκηση, οι επιστήμες, αλλά και στον προφορικό λόγο, σε βαθμό που να δικαιούνται και αυτοί τον τίτλο της μητρικής γλώσσας. Τους βλέπουμε σήμερα όχι απλώς να επιβιώνουν, σε πείσμα των ζηλωτών της δημοτικής, που προσπάθησαν να μεταγλωττίσουν κάθε απολίθωμα, όπως το αποκαλούν, αλλά ύστερα από μια σχετική υποχώρησή τους να επανέρχονται, στον Τύπο για παράδειγμα, με νέα ορμή. Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι να τους εξοστρακίσεις, μόνο και μόνο γιατί είναι "καθαρευουσιάνικοι", όπως εκείνος ο αρχαίος Αθηναίος πολίτης ήθελε να εξοστρακίσει τον Αριστείδη μόνο και μόνο γιατί ήταν δίκαιος. Οφείλεις να συμφιλιωθείς και να υιοθετήσεις όποιους από αυτούς δεν είναι προϊόν απλής αντίδρασης ή αδυναμία προσαρμογής ηλικιωμένων ανθρώπων που έτυχαν διαφορετικής γλωσσικής παιδείας. Κάθε αντίθετη προσπάθεια έχει ως αποτέλεσμα να φτωχαίνει τα εκφραστικά μας μέσα, αλλά και πιθανόν θα οδηγήσει σε νέα διγλωσσία/διμορφία στο μέλλον.
Δεν είναι μόνο η έντονη παρουσία των παλαιότερων μορφών της γλώσσας μας που θα έπρεπε να μας οδηγήσει στο να περιληφθούν. Πρώτον είναι ως ένα σημείο αναντικατάστατοι. Δεύτερον πλουτίζουν τα εκφραστικά μας μέσα, και σημασιολογικά και υφολογικά. Τρίτον, με την υιοθέτηση και διδασκαλία τους θα αναδεικνυόταν ο ομφάλιος λώρος που συνδέει την τωρινή γλώσσα με την αρχαία, ώστε να πάψει να διδάσκεται η δεύτερη οιονεί σαν ξένη γλώσσα.
Τι μας λέει λοιπόν σήμερα η σχολική γραμματική; Μας συμβουλεύει, για παράδειγμα, να χρησιμοποιούμε περίφραση για τον παθητικό παρατατικό εκείνων των ρημάτων της δεύτερης συζυγίας α΄ τάξης (τιμώμαι-γ΄πρόσ. πρτ. ετιμάτο-ετιμώντο) που δεν εννοούν να συμμορφωθούν (ακολουθούν αρχαϊκή κλίση), γιατί, λέει, δεν πολυσυνηθίζεται. Πρώτον, αυτή η προτροπή μού φαίνεται κατάλληλη μόνο αν πρόκειται για κάποια μετάφραση και όχι για τη γλώσσα μας, δεύτερον ότι συνηθίζεται και παρασυνηθίζεται, έχουμε μάλιστα να κάνουμε με εκατό ρήματα αυτής της κατηγορίας. Τρίτον ότι οι Έλληνες έχουν βρει τρόπους να κλίνουν τα ρήματα αυτά, όχι τόσο γιατί είμαστε πολυμήχανοι όσο γιατί ο νόμος της γλωσσικής οικονομίας απορρίπτει τις περιφράσεις. Πρόσφατα με ρώτησαν αν το συναντιούνται ή το συναντώνται είναι πιο σωστό. Θεωρώ και τα δύο σωστά και θα μπορούσα να προσθέσω ότι απαντάται και ο τύπος συναντιόνται (είναι και ο επικρατέστερος στον προφορικό λόγο, αν και δεν περιλαμβάνεται στη γραμματική, καθώς ο "λαθεμένος" συναντούνται. Αλλά και στα πολυπληθή ρήματα της δεύτερης συζυγίας β΄ τάξης (στερώ π.χ.) παρατηρείται κουτσούρεμα στον παθητικό παρατατικό: η επίσημη γραμματική προτείνει μόνο τον τύπο σε –ούνταν για το γ' πρόσωπο ενικού και πληθυντικού αντί και (ε)στερείτο-(ε)στερούντο, τα οποία και επικρατούν στον λόγο. Άλλη περίπτωση: αρνιόταν(ε), αρνούνταν, αρνείτο˙ αναθεωρούνταν, αναθεωρείτο, ανεθεωρείτο. Στην Ελληνομάθεια περιέλαβα όλους αυτούς τους τύπους, το πρόγραμμα επισημαίνει μάλιστα την ιδιαιτερότητα καθενός, π.χ.: αναθεωρείτο = τύπος με λόγια κατάληξη χωρίς αύξηση.
Φυσικά, έτσι οδηγούμαστε στην πολυτυπία, κάτι που φαίνεται ότι θεωρείται κατάρα από τους γραμματικούς, ίσως γιατί πάσχουν από αυτό που αποκαλώ σύνδρομο της Βαβυλωνίας. Όπως είναι γνωστό, στο θεατρικό αυτό έργο σατιριζόταν η αδυναμία επικοινωνίας ανάμεσα σε Έλληνες από διαφορετικά γεωγραφικά διαμερίσματα λόγω των πολλών ντοπιολαλιών που επικρατούσαν τότε. Τέτοιο όμως πρόβλημα σήμερα δεν μπορεί να υπάρξει, με την υποχρεωτική δωρεάν εκπαίδευση και με τα μαζικά μέσα ενημέρωσης να φτάνουν ως και στο πιο απομακρυσμένο χωριό. Ούτε αποτελούν επιχείρημα οι δυσκολίες διδασκαλίας. Για τη γλώσσα μας πρόκειται, ας καταβάλουμε κάποια προσπάθεια. Στο κάτω κάτω οι τύποι αυτοί είναι στο στόμα ή στη "γραφίδα" μας καθημερινά, αυτό που χρειάζεται είναι να νομιμοποιηθούν αντί να καταφεύγουμε σε γραμματικές με προκρούστεια πρακτική.
Βέβαια, από την άλλη μεριά, τα ΜΜΕ πρωτοστατούν στην κακομεταχείριση της γλώσσας, αλλοιώνοντας έτσι το γλωσσικό μας αίσθημα. Συνηθέστερη είναι η κακοποίηση που υφίστανται οι λόγιες μετοχές, των οποίων τη χρήση επιτάσσει η ανάγκη για συντομία του δημοσιογραφικού λόγου. Ακούμε λοιπόν συχνά και διαβάζουμε του... συλληφθέντα, του... απαχθέντα, του... ζώντα. Και από την άλλη μεριά, για να μη δείξουν ότι υστερούν σε... λογιοσύνη, εφαρμόζουν πιστά την μπαμπινιωτική υπόδειξη και ακούμε καθημερινά το... αφορά στον/στην κτλ. Αφορά τον Γιώργο, με αφορά, και όχι αφορά στον Γιώργο ή αφορά σ' εμένα λέμε και γράφουμε εμείς οι υπόλοιποι, οι... μαλλιαροί.
Άλλα παραδείγματα της απεγνωσμένης προσπάθειας "συμμόρφωσης", "εκδημοτικισμού". Είναι γνωστό το πρόβλημα με τα αρχαιόκλιτα θηλυκά ουσιαστικά σε –ος, η οδός, η μέθοδος π.χ. Πώς λοιπόν προτείνεται η λύση του από κάποιον σημερινό "δημοτικιστή"; Να χρησιμοποιήσουμε, λέει, τη λέξη γκρεμός αντί για άβυσσος. Μα τότε η τόσο συχνή στον Καζαντζάκη φράση, "άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου", θα πήγαινε κατά... κρημνών, για να χρησιμοποιήσουμε έναν άλλο "λόγιο" τύπο.
Ας πάμε όμως σε άλλους, λιγότερο "ψυχαρικούς", δημοτικιστές. Για τη λέξη γραμματέας στο θηλυκό γένος π.χ. δεν αναφέρει τίποτα η σχολική γραμματική. Το πρόβλημα βρίσκεται στη γενική του ενικού. Τι θα πούμε, της γραμματέας, της γραμματέα; Τι προτείνεται λοιπόν από διαπρεπή φιλόλογο και καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής; Γραμματίνα ή γραμμάτισσα!
Σ.Σ. Πάντως οι περισσότερες απαντήσεις που πήρα από νέες/νέους φιλολόγους ήταν της γραμματέα, στην προσπάθειά τους να εντάξουν τη γενική αυτή σε τύπο της δημοτικής. Μερικές/μερικοί μάλιστα με ρώτησαν: στη δημοτική ή στην καθαρεύουσα; Στη γλώσσα μας, απαντούσα. Κι ένα περιστατικό: Σε μια εκδήλωση που οργάνωσε στο Βιομηχανικό Επιμελητήριο ο Σύνδεσμος ιδιοκτητών ιδιωτικών σχολείων για να τιμήσει τον Γ. Μπαμπινιώτη ομιλητής ήμουν κι εγώ. Ξεκίνησα λέγοντας ότι η Ελλάδα είναι η χώρα όπου... δεν διδάσκεται η ελληνική. Υπήρξε φυσικά κάποια αναταραχή στο ακροατήριο (θα παρευρίσκονταν εκατοντάδες φιλόλογοι) και τότε ανέφερα τις παραπάνω απαντήσεις νέων φιλολόγων ή και μαθητών προσθέτοντας ότι αν βγω έξω στον δρόμο και ρωτήσω οποιονδήποτε άνθρωπο του Θεού θα μου απαντήσει της γραμματέως (και τότε ανταμείφθηκα με χειροκρότημα).
Η επίσημη γραμματική πάντως τηρεί... στάση αναμονής ή... αιδήμονα σιγή, όπως θα λέγαμε στην... επάρατη καθαρεύουσα: πού θα μας πάει η γραμματέας, θα κάνει τα νάζια της, στο τέλος όμως θα συμμορφωθεί (το ίδιο και η συγγραφέας, εισαγγελέας κτλ.) Ανάλογη σκέψη φαίνεται ότι έκανε και το Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη: Παραθέτω το λήμμα για το αρχαιόκλιτο επίθετο άφρων: άφρων -ων -ον [afron] E (βλ. -ων -ων -ον). Ενώ για τα υπόλοιπα λήμματα παραπέμπει στον σχετικό πίνακα (π.χ. αφυλάκιστος -η -ο [afila<k>istos] E5), τη συγκεκριμένη ομάδα σε –ων την έχει εξορίσει στο... ωμέγα, διότι δεν... συνεμορφώθη με τας υποδείξεις, περιμένοντας, φαίνεται, να έχει... προσχωρήσει στον εκδημοτικισμό, όταν θα έφτανε στο τέλος του το λεξικό. Αμ δε όμως, τα άτιμα τα ασυμμόρφωτα, τα παλιόπαιδα, τ' ατίθασα.
Πέρα όμως από τις δυσκολίες που συναντάμε με την παρουσία των παλαιών λόγιων τύπων (βρικολάκιασμα αποκαλεί το φαινόμενο ο Αγαπητός Τσομπανάκης, βέβαια στο μυαλό του μόνο βρικολάκιασαν, αφού αυτοί ποτέ δεν πέθαναν), έχουμε και τα προβλήματα που γεννούν οι νέες κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές συνθήκες.
Για παράδειγμα, η είσοδος της γυναίκας σε νέα επαγγέλματα και δραστηριότητες οδήγησε στο να σχηματιστούν νέοι τύποι επαγγελματικών ουσιαστικών. Τώρα, κοντά στο παλαιότερο σοφερίνα έχουμε και τα νεότερα βουλευτίνα, δικηγορίνα κτλ., αλλά οι τύποι αυτοί συνυπάρχουν και με λόγιους: η βουλευτής, η δικηγόρος, η υπουργός, η ιδιώτις (το τελευταίο μόνο λόγιο).
Οι νέοι... καθαρολόγοι, που έχουν επισημάνει μερικούς από τους λόγιους αυτούς τύπους, τους αντιμετωπίζουν με αφορισμούς. Αλλά έτσι δεν πρόκειται να... λιώσουν ποτέ. Εμείς τους περιλάβαμε φυσικά στην Ελληνομάθεια και έτσι έχουμε η βουλευτής, της βουλευτού, της πολίτιδος (η πολίτις και όχι βέβαια η... πολίτισσα, της μάρτυρος και όχι της μάρτυρα) κτλ.
Με τα λίγα που αναφέραμε παραπάνω ελπίζω να φάνηκε πώς αχρηστεύεται η βασική λειτουργία της γλώσσας, που δεν υπάρχει χάριν του οποιουδήποτε γραμματικού δόγματος, είτε αυτό υποκλίνεται στο μεγαλείο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, όπως έγινε στους ελληνιστικούς χρόνους, είτε επειδή έπρεπε να αποδειχτεί μέσω της γλώσσας πόσο γνήσιοι απόγονοι των σπουδαίων προγόνων μας είμαστε, όπως έγινε μετά τη σύσταση του νεότερου ελληνικού κράτους, είτε, όπως γίνεται σήμερα, για να μας παρέχει πιστοποιητικά λαϊκότητας (λέγε με λαϊκισμό). Αποστολή όμως της γλώσσας είναι η επικοινωνία, η μετάδοση μηνυμάτων. Και αυτά τα μηνύματα δεν φτάνουν στον προορισμό τους ή φτάνουν ακρωτηριασμένα, με "παράσιτα", δηλαδή γλωσσικά ή συντακτικά σφάλματα ή αδόκιμους τύπους.  Μερικές φορές μπορούν να προκαλέσουν και τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, αν π.χ. βάλουμε αγγελία και ζητάμε ...γραμμάτισσες (εντάξει, αστειεύομαι, δεν θα το κάνουμε) ή αν γράψουμε άλλαξε τη ροή της ιστορίας, που είδα σε μια διαφήμιση, αντί άλλαξε τον ρουν της ιστορίας. Και βέβαια ευτυχώς την κυρία Θάτσερ δεν την αποκάλεσε ακόμα κανένας σιδερένια κυρία!
Σ.Σ. τώρα πια την αποκαλούν.
Κοντολογίς, αν οι καθαρευουσιάνοι επιχείρησαν να επιβάλουν μια γλωσσική κληρονομιά, προσπάθεια που ως ένα βαθμό ήταν καταδικασμένη να αποτύχει, εμείς δεν πρέπει να πετάξουμε ό,τι τελικά έχει ριζώσει από αυτή την κληρονομιά.
Γιώργος Μαλακός


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου